- εργολαβικός
- η , ό[ν] подрядовый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εργολαβικός — ή, ό [εργολάβος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εργολαβία, γίνεται με εργολαβία … Dictionary of Greek
εργολαβικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην εργολαβία ή γίνεται με εργολαβία: Εργολαβικές δουλειές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εργοληπτικός — ή, ό βλ. εργολαβικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)